- ταχινός
- η , ό утренний, ранний
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταχινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχινός — ή, ό / ταχινός, ή, όν, ΝΑ, και ταχυνός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. πρωινός 2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή α) το πρωινό β) πρωινή δροσιά, πάχνη 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός ο πλανήτης Αφροδίτη αρχ. ταχύς. επίρρ... ταχινά Α (ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν … Dictionary of Greek
ταχινός — ή, ό 1. αυγινός, πρωινός. 2. το θηλ. ταχινή, η ως ουσ., α. πρωινό, πουρνό. β. πρωινή δροσιά, πάχνη. 3. το αρσ., Ταχινός, ο ως κύρ. όν., ο πλανήτης Αφροδίτη, ο Αυγερινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχινά — ταχινός neut nom/voc/acc pl ταχινά̱ , ταχινός fem nom/voc/acc dual ταχινά̱ , ταχινός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχινώτερον — ταχινός adverbial comp ταχινός masc acc comp sg ταχινός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχινόν — ταχινός masc acc sg ταχινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχιναί — ταχινός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχινοῖς — ταχινός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχινοῖσι — ταχινός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχινοί — ταχινός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχινοῦ — ταχινός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)